πόδαυρος

πόδαυρος
πόδ-αυρος, ον, (αὔρα)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόδαυρος — ὁ, Α δυνατός, γρήγορος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐν αυρος)] …   Dictionary of Greek

  • ποδαύρου — πόδαυρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”